υστέρηση

υστέρηση
η
1. το να είναι ή να μένει κανείς ύστερος, καθυστέρηση.
2. (φυσ.), η καθυστέρηση στην εκδήλωση ενός φυσικού αποτελέσματος, το οποίο δε συμβαδίζει με το αίτιο χρονικά, αλλά επακολουθεί ύστερα από σημαντικό χρονικό διάστημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… …   Dictionary of Greek

  • ὑστερήσῃ — ὑστερήσηι , ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (epic) ὑστερήσηι , ὑστέρησις fem dat sg (epic) ὑστερέω to be behind aor subj mid 2nd sg ὑστερέω to be behind aor subj act 3rd sg ὑστερέω to be behind fut ind mid 2nd sg ὑ̱στερήσῃ , ὑστερέω to be behind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερήσηι — ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (epic) ὑστέρησις fem dat sg (epic) ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind aor subj mid 2nd sg ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind aor subj act 3rd sg ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind fut ind mid 2nd sg ὑ̱στερήσῃ , ὑστερέω to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… …   Dictionary of Greek

  • παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… …   Dictionary of Greek

  • χρονικός — ή, ό / χρονικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.) 2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

  • απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”